- προσυντάσσω
- Α [συντάσσω]1. συντάσσω, κατατάσσω προηγουμένως («προσυντάσσειν στρατιώτην ἐσδραμεῑν», Πολύαιν.)2. μέσ. προσυντάσσομαιτακτοποιώ προηγουμένως («προσυντάξασθαι τὰς δυνάμεις», Ιώσ.)3. παθ. συνθέτομαι προηγουμένως («προσυντεταγμέναι βίβλοι», Βέττ. Βαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.